Το NLP (Neuro-linguistic programming) είναι μια εμπειρική μέθοδος εκμάθησης τρόπων συμπεριφοράς και παρακίνησης. Σχεδιάστηκε με στόχο να βοηθήσει τους ανθρώπους να αναπτύξουν τρόπους για την επίτευξη των στόχων τους και να διαχειριστούν τα ζητήματα που νιώθουν ότι τους περιορίζουν σε τομείς όπως η εργασία, η οικογένεια, η κοινωνικότητα και οι σχέσεις κάθε είδους.
Ο όρος «νευρογλωσσικός προγραμματισμός» αναφέρεται στις τρεις πτυχές της μεθόδου:
1. Στην αποδοχή ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά επηρεάζεται σημαντικά από τις νευρολογικές διεργασίες που επιτελούν καθημερινά οι αισθήσεις μας: όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση.
2. Στην ιδιότητα της γλώσσας ως τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό μας.
3. Στη δυνατότητά μας να οργανώσουμε αυτά που σκεπτόμαστε και αισθανόμαστε, δηλαδή να «προγραμματίσουμε» τον εαυτό μας, με τέτοιο τρόπο ώστε να πετύχουμε αυτό που θέλουμε.
Το NLP περιλαμβάνει μια σειρά από τεχνικές που βασίζονται αποκλειστικά στην επικοινωνία, το λόγο, τη φαντασία και την κίνηση. Δεν χρησιμοποιείται καμία συσκευή ή εξοπλισμός.
Κατά την προκαταρκτική συνεδρία, ο εκπαιδευόμενος συζητά με το σύμβουλο NLP ώστε να προσδιορίσουν από κοινού τον επιθυμητό στόχο. Στη συνέχεια, ο σύμβουλος NLP καθοδηγεί τον εκπαιδευόμενο με βάση την ιδιοσυγκρασία του, αξιοποιώντας τα κατάλληλα εργαλεία. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν, μεμονωμένα ή συνδυαστικά:
Το NLP μπορεί να εφαρμοστεί σε μια πληθώρα καταστάσεων και απευθύνεται σε όλους όσους απασχολεί ένα ή περισσότερα ζητήματα της καθημερινότητας και της ζωής.
Αρκετοί άνθρωποι έχουν φόβους που συχνά τους προκαλούν ένταση ή προβλήματα στην καθημερινότητα: το άγχος της ομιλίας μπροστά σε μεγάλο κοινό, ο φόβος που προκαλεί η παρουσία κατοικιδίων ζώων, ο φόβος της οδήγησης, η ανασφάλεια σε πολυπληθείς δημοσίους χώρους ή σε πολύ μικρούς χώρους κ.ά.
Εκτός από τα πρακτικά ζητήματα, στη λήψη μεγάλων αποφάσεων μάς εμποδίζουν ο δισταγμός, η ψυχολογική πίεση, τα περιοριστικά διλήμματα. Τόπος σπουδών και εργασίας, επιχειρηματικά ανοίγματα, αλλαγή καριέρας, χωρισμός ή συμβίωση, είναι μερικά από τα παραδείγματα αποφάσεων που -προφανώς- πρέπει να λαμβάνονται με καθαρό μυαλό.
Οι επιθυμίες για κάθε έναν από εμάς είναι συνήθως διαφορετικής φύσης αλλά συχνά το ίδιο έντονες: ένας επαγγελματίας που θέλει να βελτιώσει τις συνεργασίες του, μία μητέρα που θέλει να διαχειριστεί τη σχέση με τα παιδιά της, ένας καπνιστής που θέλει να κόψει το τσιγάρο κ.ο.κ.
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται συνήθως άνθρωποι που έχουν μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους επαγγελματικούς στόχους ή στόχους εξέλιξης. Για παράδειγμα, ένα στέλεχος πωλήσεων που επιθυμεί να βελτιώσει την απόδοσή του, ένας καθηγητής που αναπτύσσει τη μεταδοτικότητά του, ένας άνθρωπος εκτός αγοράς που θέλει να επανενταχθεί δυναμικά στην εργασία ή στην εκπαίδευση.
Μπορούμε να διαπραγματευτούμε καλύτερα σε θέματα χρημάτων; Μπορούμε να μείνουμε για ένα διάστημα χωρίς σύντροφο; Μπορούμε να αποκτήσουμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση; Αλλάζοντας τις αντιλήψεις που μας περιορίζουν, λειτουργούμε αποφασιστικά εκεί όπου ως τώρα δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε.